αιρετός

αιρετός
-ή, -ό (Α αἱρετός, -ή, -ὸν) Α. [< αἱροῡμαι]
1. αυτός που εκλέγεται ή έχει εκλεγεί κατόπιν ψηφοφορίας (σε αντίθεση προς τον κληρωτό ή τον διορισμένο)
2. αυτός που αξίζει ή δικαιούται να εκλεγεί, ο εκλέξιμος
αρχ.
1. αυτός που προτιμά κανείς, επιθυμητός, προτιμητέος
2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ αἱρετοί
νεοσύλλεκτοι, υπεράριθμοι ενός στρατεύματος, επίλεκτοι
3. «αἱρετὴ ἀρχή», αρχή ή αξίωμα στο οποίο ο άρχοντας ορίζεται με εκλογή
4. «αἱρετοὶ ἄνδρες», επίτροποι (στη Σπάρτη). Β. [< αἱρῶ]
αυτός που μπορεί να κατακτηθεί, αλώσιμος, ευάλωτος
2. καταληπτός, κατανοητός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αἱρετός — that may be taken masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιρετός — ή, ό αυτός που παίρνει κάποιο αξίωμα με εκλογή και όχι με διορισμό ή κληρονομικό δικαίωμα: Οι δήμαρχοι είναι άρχοντες αιρετοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἱρετώτερον — αἱρετός that may be taken adverbial comp αἱρετός that may be taken masc acc comp sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετωτέραις — αἱρετός that may be taken fem dat comp pl αἱρετωτέρᾱͅς , αἱρετός that may be taken fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετωτέρων — αἱρετός that may be taken fem gen comp pl αἱρετός that may be taken masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετόν — αἱρετός that may be taken masc acc sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετώτατον — αἱρετός that may be taken masc acc superl sg αἱρετός that may be taken neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετοῖς — αἱρετός that may be taken masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετοῖσιν — αἱρετός that may be taken masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱρετοί — αἱρετός that may be taken masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”